- τετρακοτυλιαίος
- -αία, -ον, Ατετρακότυλος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρακότυλος + κατάλ. -ιαῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετρακοτυλιαίου — τετρακοτυλιαῖος holding four masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακοτυλιαίῳ — τετρακοτυλιαῖος holding four masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)